- διαβολεύω
- αμετ. становиться хитрым, коварным
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαβολεύω — 1. κάνω κάτι φαύλο, αχρείο 2. πονηρεύω, βάζω σε κάποιον σκέψεις διαβολικές 3. γίνομαι διάβολος, εξαχρειώνομαι … Dictionary of Greek
αδιαβόλευτος — η, ο [διαβολεύω] αυτός που δεν ξέρει ακόμη από διαβολιές, απονήρευτος, αγαθός … Dictionary of Greek